γλυκόλογο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκόλογο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλυκόλογο τό, σύνηθ. γλυκόλουγου Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. κ.ἀ.) γλυκόλογος ὁ, Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ πληθ. γλυκόλογα, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὑσ. λόγια, πληθ. τοῦ λόγος.

Σημασιολογία

Συνήθως κατὰ πληθ., εὐχάριστοι, τερπνοί, κολακευτικοί, οἱονεὶ γλυκεῖς λόγοι σύνηθ.: Τὸν ἔπιˬασε μὲ τὰ γλυκόλογα καὶ τὸν κατάφερε σύνηθ. Μοῦ ᾿πε ἕνα-δυˬὸ γλυκόλογα καὶ μὲ καθησύχασε Σῦρ. Γρίνιˬες καὶ βρισιˬὲς δὲν εἶχε πάντα ἡ Ζαφειρουλα. Εἶχε καὶ γλυκόλογα καί χάδιˬα. Γ. Ξενόπ., Τὸ Ζακυνθ. μαντήλ, 78. Ὅλες τὸν περιτριγυρίζουν μὲ γλυκόλογα, μὲ μάτιˬα λιγωμένα, μὲ νάζιˬα ἐρωτικὰ Κ. Σκόκ., Σκίτσα, 83. β) Λόγος ἐρωτικὸς πολλαχ. Ξεμυˬάλισε τὴν κοπέλα μὲ τὰ γλυκόλογα κοιν. || Ποίημ. Σὲ μιᾶς πεντάμορφης τὰ στήθη ἐπάνω, μὲ δυˬὸ γλυκόλογα, μὲ γέλιˬο πλάνο Κ. Παλαμ., Ὕμν. Ἀθην., 86. γ) Λόγος παρηγορητικός, παραμυθητικὸς πολλαχ.: Ὁ κάθε φτωχὸς εὕρισκε χέρι ἀγαπημένο τὴ Νακομήτραινα νὰ τὸν πορέψῃ μὲ κάθε βοήθε͜ια καὶ μὲ γλυκόλογο Κ. Πασαγιάνν., Μοσκ., 67 || Παροιμ. φρ. Ἄν θές, ἀφέντη, βόηθα με κὶ ἄσ᾿ τα τὰ γλυκόλογα (ἐπὶ τῶν αἰτουμένων οὐσιαστικὴν καὶ ὄχι διὰ λόγων ὑποστήριξιν) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) || Ποίημ. Μὴ θέλῃς μὲ γλυκόλογα νὰ μὲ καλοκαρδίζῃς Α. Βαλαωρ., Ἔργα, 3,381. Πολλὰ γλυκόλογα ἄκουσε γιˬὰ τὸ χαμὸ τοῦ γιˬοῦ του Α. Βαλαωρ., ἔνθ᾿ ἀν., 3,104.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/