ἀπίλωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπίλωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπίλωτος ἐπίθ. Κρήτ. (Μεραμβ.) Χίος ἀπίλωχτος Κρήτ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀπίλωτος. Πβ. Βουστρών. (ἔκδ. ΚΣάθα Μεσν. Βιβλ. 2, 457). Ὁ τύπ. ἀπίλωχτος παρὰ τὸ *πιλωχτὸς<πιλώθω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ πεπιεσμένος, ἀσυμπίεστος Κρήτ. (Μεραμβ. κ.ἀ.): Ἐτσὰ ποῦ βάνεις ἀπίλωχτα τὰ μαλλιˬὰ ᾿ς τὸ τσουβάλι δὲ θὰ βάλῃ μουδὲ δυὸ ὀκάδες Κρήτ. || Παροιμ. φρ. Ἀπίλωτα τά ’βαλε (ἐκινδύνευσε μεγάλως) Μεραμβ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Βουστρών. ἔνθ’ ἀν. «τζαμιλοτ-τία ἀπίλωτα». 2) Ὁ μὴ συνηθισμένος εἰς ἐργασίαν τινὰ Χίος: Ἀπίλωτος ὁ καημένος καὶ δὲ μπορεῖ νὰ κάμῃ πολλὴ δουλε͜ιά. Ἀπίλωτο ζῷ. Συνών. ἀμάθευτος 2, ἀμάθητος 2β ἄμαθος 2, ἀσυνήθιστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA