γλυκολόγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκολόγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλυκολόγος ἐπίθ. Ἤπ. (Πωγών.) Κέρκ. - Ζερβ., Ἰλιάδ. Α 387 - Λεξ. Μπριγκ. Βάιγ. Δημητρ. γλυκόλογος Κύπρ. Μακεδ. Πόντ. (Οἰν.) - Ι. Πολέμ., Χειμωνανθ., 129 - Λεξ. Πρω. Δημητρ. γλυκόλοος Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ ρ. λέγω. Ὁ τύπ. γλυκολόγος καὶ εἰς Δουκ., ὁ δὲ γλυκόλογος καὶ εἰς Βλάχ.
Σημασιολογία
Ὁ λέγων γλυκεῖς, εὐχαρίστους λόγους, ὁ γλυκὺς τὴν ὁμιλίαν ἔνθ᾿ ἀν.: Φρ. Γλυκολόγος καὶ πικράντερος (ἐπὶ τοῦ καλύπτοντος τὴν κακίαν του διὰ λόγων ἡδέων) Ἤπ. (Πωγών.) Γλυκολόγος καὶ φαρμακάντερος (ταυτόσημ. μὲ τὴν προηγουμ.) Κέρκ. || Ποιήμ. Λενούλα γλυκόλογη, ὅλη εὐμορφιˬὰ καὶ χάρη, ἐγώ ᾿μ᾿ ὁ Λάμπρος ποὺ θὰ ᾿λθῇ, ποὺ ἦλθε νὰ σὲ πάρῃ Ι. Πολέμ., ἔνθ᾿ ἀν. Τότ᾿ ἔξαφνα ἐσηκώθη ἀνάμεσό τους | ὁ γλυκολόγος Νέστωρ Ζερβ., ἔνθ᾿ ἀν Συνών. γλυκομίλητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA