ἀπίσσωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπίσσωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπίσσωτος ἐπίθ. Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Οἰν. Σάντ. Τραπ.) -Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Πρω. Δημητρ. ἀπίσσουτους Μακεδ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀπίσσωτος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἀλειμμένος, ὁ μὴ κεχρισμένος διὰ πίσσης ἔνθ’ ἀν.: Ἀπίσσωτο καράβι Λεξ. Βυζ. Ἀπίσσωτον σκοινὶν Κερασ. Ἀπίσσωτον πουλούλ’ (στενόμακρος πίθος) Κρώμν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA