δασο-

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασο-

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

δασο- (Ι) σύνηθ.

Ετυμολογία

Θέμα τοῦ οὐσ. δάσος.

Σημασιολογία

Δι᾿ αὐτοῦ ὡς πρώτου συνθετικοῦ, δηλοῦντος τὸν ἀναφερόμενον ἢ τὸν ἔχοντα σχέσιν κ.τ.ὅ. μὲ τὸ δάσος, σχηματίζον ται α) Οὐσιαστικά, ὡς δασοκόμος, δασονόμος, δασοπόνος, δασοφύλακας κ.τ.τ. β) Ἐπίθετα, ὡς δασόβιος, δασοδίαιτος, δασόφιλος κ.τ.τ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/