γλυκομαλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκομαλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκομαλώνω Γ. Βλαχογιάνν., Μεγάλ. χρόν., 101 Γ. Ξενόπ., Κατήφ., 292 - Ν. Ἑστ. 2 (1928), 308.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. μαλώνω.
Σημασιολογία
Ἐπιπλὴττω κατὰ τρόπον ἤπιον, οἱονεὶ γλυκὺν ἔνθ᾿ ἀν.: Τὴ γλυκομαλώνει, ἐπειδὴ ζαλώθηκε πολλὰ πουρνάριˬα καὶ μπορεῖ νὰ κακοπάθῃ Ν. Ἑστ., ἔνθ᾿ ἀν. Πάψε πιˬά, σαχλέ! Μορτάκι ! τὴ γλυκομάλωσε ἐκεῖνος γελῶντας Γ. Ξενόπ., ἔνθ᾿ ἀν. Μπαίνει ᾿ς τὴ μέση ἡ μάννα καὶ χαϊδεύει καὶ γλυκομαλώνει τὸ Γούλα τὸν ἀράθυμο Γ. Βαλχογιάνν., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA