ἀπίστευτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπίστευτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπίστευτα ἐπίρρ. ΚΠαλαμ. Τραγούδ. Πατρ. 27 ΜΠολυδούρ. ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 364 -Λεξ. Βάιγ. Δεὲκ Πρω. Δημητρ. ἀνεπίστευτα ΓΜαρκορ. Ποιητ. ἔργ. 39

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπίστευτος. Ἡ λ. καὶ. παρὰ Βλάχ. Διὰ τὸ ἀνεπίστευτα ἰδ. ἀ- στερητ. 1δ.

Σημασιολογία

Κατὰ τρόπον ἀπίστευτον, ἀπιστεύτως ἔνθ’ ἀν.: Ποιήμ. Τόσο ἀνεπίστευτα μὲ μιˬᾶς ἡ θέλησι νικάει ΓΜαρκορ. ἔνθ’ ἀν. κ᾽ ἡ θάλασσα ἡ νεράιδα του, ἡ ἀγαπητικἠ του... τὸν προίκισεν ἀπίστευτα μὲ ζόρη λεˬοντάρήσα (ζόρη=ζόρι, δύναμις) ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. Ὅλα δικά μου ἦταν ἐδῶ μέσα κι ὅλα μοῦ λείψαν κ᾿ ἔμεινε τόσο ἀπίστευτα μοναχικὴ ἡ ψυχή μου ΜΠολυδούρ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/