ἀπίστευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπίστευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπίστευτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ.) ἀπίστιφτους βόρ. ἰδιώμ. ἀνουπίστευτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀπίστευτος. Ὁ τύπ. ἀνουπίστευτος ἐκ τοῦ ἐνεπίστευτος, ὃ ἐν Ἐρωφίλ. πρᾶξ. Α στ. 167 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 302).
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ πιστευθῇ κοιν. καὶ Πόντ.(Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ.): Ἀπίστευτο πρᾶμα-θᾶμα. Ἀπίστευτα λόγιˬα. Ἀπίστευτα εἶν᾿ αὐτὰ ποῦ λές κοιν. Σὰν ἀνουπίστευτο μοῦ φαίνεται ’ιˬὰ νὰ ᾿ενῇ ἡ δουλε͜ιὰ ’φτὴ Ἀπύρανθ. Ἀτὸ ἔν' ἀπίστευτον Οἰν. Τώρᾳ πίστεψαν τ᾿ ἀπίστευτα ΓἘπαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1, 267 || Ποίημ. Τῆς τέχνης θάματα, ὀμορφιˬὲς ἀπίστευτες τοῦ κόσμου ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 95. β) Ὁ ἀνάξιος ἐμπιστοσύνης Πελοπν. (Καρ. Λακων.): ᾎσμ. Τ’ εἶναι Τοῦρκος, τ᾽ εἶναι σκύλλος, τ᾿ εἶν᾿ ἀπίστευτος Πελοπν. (Καρ.) 2) Ἐνεργ. ὁ μὴ πιστεύων τι Κύθν. -Λεξ. Δημητρ.: Λέανε γιˬὰ στοιχε͜ιά, ἐγώ ’μουν ὅμως ἀπίστευτος Κύθν. Ἀπὸ φυσικοῦ του εἶναι ἀπίστευτος Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA