γλυκομάρουλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκομάρουλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλυκομάρουλο τό, Ἀθῆν. Κρητ. Πάρ. κ.ἀ. - Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 85.294 γλυκουμάρ᾿λου Στερελλ. (Εὐρυταν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. μαρούλι.

Σημασιολογία

Μαρούλι μὲ γλυκεῖαν γεῦσιν, εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πικρομάρουλο, ἔνθ᾿ ἀν.: Παροίμ. φρ. Ἔφαγε τὰ γλυκομάρουλα, θὰ φάῃ καὶ τὰ πικρομάρουλα (ἐπὶ τῶν ἀναποφεύκτων λυπηρῶν συνεπειῶν εὐαρέστου ἀπολαύσεως) ἐνιαχ. Ἡ παροιμ φρ. εἰς παραλλ. ἐνιαχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/