δασοκέρασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασοκέρασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δασοκέρασμα τό, ἀμάρτ. δασε͜ιοκέρασμα Κ. Μαρίν. εἰς Ν. Ἑστ. 3 (1929), 377.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. δασὺς καὶ τοῦ οὐσ. κέρασμα.
Σημασιολογία
Τὸ συχνὸν κέρασμα: Ἀπὸ τὸ δασε͜ιοκέρασμα καὶ τὸ πολὺ γλέντι πελαγώνουνε μέσα ᾿ς τοῦ κεφιˬοῦ τους τὰ κύματα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA