ἄπιˬωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄπιˬωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄπιˬωτος ἐπίθ. κοιν. ἄπιˬουτος Εὔβ. (Κονίστρ.) ἄπιˬουτους βόρ. ἰδιώμ. ἀπίτωγος Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πιˬωτὸς παρὰ τὸ ἤπιˬα-πιˬωμένος μετοχ. τοῦ ρ. πίνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ποθείς, ἄποτος κοιν.: Ἄφησα τὸ κρασί μου ἄπιˬωτο. Ἔχω τὸν καφὲ-τὸ γάλα ἄπιˬωτο. Μουρέ, κάμε δά, dρελύκωσέ το ’φτὸ d’ ἄπιˬωτο! (οἱονεὶ ἀρατικῶς, ποῦ νὰ μὴ προφθάσῃ νὰ ποθῇ!) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) 2) Ἐνεργ. ὁ μήπω πιών, ἐπὶ διαρκοῦντος γεύματος Κρήτ. (Μύρθ.): Καλῶς νὰ ’βρῶ ᾽ναν ἄπιˬωτο! (ἐπιφωνεῖ ὁ ἤδη πίνων). -Καλῶς νὰ ὁρίσῃ (ἀπαντᾷ ὁ μέλλων νὰ πίῃ. Τοῦτο ἐγίνετο ὅτε ἔπινον ἀπὸ κοινοῦ ποτηρίου). β) Καθόλου, ὁ μὴ πιὼν οῖνον κττ., ὁ μὴ μεθυσθείς, νηφάλιος σύνηθ.: Μοναχὰ τὸ πρωὶ εἶναι ἄπιωτος, ἀπὸ τὸ μεσημέρι κ’ ὕστερα εἶναι μεθυσμένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA