δασολαλῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασολαλῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δασολαλῶ Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ δασιˬά, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ ὁ τύπ. δασά, καὶ τοῦ ρ. λαλῶ.

Σημασιολογία

Ἐπὶ ὀρνίθων, λαλῶ συχνά: ᾎσμ. Παίρνει λαλεῖ ὁ πέτεινος, δασολαλοῦν τ᾿ ἀρνίθιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/