ἅπλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἅπλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἅπλα τά, Ρόδ. Τῆλ. ὅπλα Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἅπλα. Ὁ τύπ. ὅπλα ἴσως κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ ὅπλον.

Σημασιολογία

Οἱ γέρανοι (διὰ τὴν πρὸς αὐτοὺς ἐπιφώνησιν ἅπλα): Πέρασαν τὰ ὅπλα Ρόδ. Ἅμαν gάτσουνε τὰ ὅπλα, εἶναι-ν-βαρυχειμωνιˬὰ (ὅταν δηλ. διακόψουν τὴν πτῆσιν) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/