γλυκομουρμούρισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκομουρμούρισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλυκομουρμούρισμα τό, Α. Καρκαβ., Λόγ. πλώρ., 187 -Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γλυκομουρμουρίζω.

Σημασιολογία

Γλυκύ, ἁπαλὸν μουρμούρισμα, εὐάρεστος ψίθυρος ἔνθ᾽ ἀν.: Κιˬ αὐλακώναμε τὴ θάλασσα ζερβόδεξα μ’ ἕνα γλυκομουρμούρισμα Α. Καρκαβ., ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/