δάσος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δάσος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δάσος τό, κοιν. καὶ Πόντ. (Μαντζούκ. Τραπ. κ.ἀ.) δάσο Ἄνδρ. Εὔβ. (Ἄκρ. Κονίστρ.) Ἰκαρ. Κρήτ. (Ἀνατολ. Ἡράκλ. Κριτσ. Λασίθ. Ρέθυμν. Σέλιν. Σητ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Πελοπν. (Σκορτσιν. Τριφυλ.) Σάμ. Τῆν. - Κ. Κρυστάλλ., Ἔργ. 2,60 δάσους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. δάσου Εὔβ. (Ἄκρ.) Μακεδ. Σάμ. δάσι Ἀμοργ. Ἰων. (Σμύρν.) Τσακων. (Μέλαν. Καστάν. Πραστ.) δάσε Τσακων. (Καστάν. Σαπουνακ.) dάσο Ἀπουλ. (Καλημ.) τάσο Ἀπουλ. (Μαρτ.) δάσος ὁ, Ἤπ. (Ἰωάνν.) Πελοπν. (Κόκκιν. Οἰν.) - Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν. 3,6 Πληθ. δάσα Ἴος Κρήτ. - Σ. Πασαγιάνν. εἰς Τέχν. 1 (1900), 142 Κ. Θεοτόκ., Βιργιλ. Γεωργ., 19 δάσιˬα Θάσ. Θρᾴκ. Μακεδ. (Βόιον κ.ἀ.) - Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ., 87 Α. Ἐφταλ., Μαζώχτρ., 260 - Νουμᾶς, 228,3 dάση Ἀπουλ. (Καλημ.) δάσητα Κρήτ. κ.ἀ. - Γ. Ψυχάρ., Ταξίδ.3 63.

Ετυμολογία

Τὸ Ἑλληνιστ. οὐσ. δάσος. Ὁ τύπ. δάσο καὶ Βυζαντ. Πβ. καὶ Δουκ. εἰς τὴν λ. δάσσο. Ὁ τύπ. δάσος ὁ ἤδη Βυζαντ., βλ. Ἀγαπίου, Γεωπον., 39 «μάζωξε ἀπὸ τὸν δάσον ἄγρια μοῦσκλα». Ὁ τύπ. δάσι καὶ Βυζαντ. βλ. Γ. Αἰτωλ, Μῦθ. εἰς Δελτ. Ἱστορ. Ἐθνολ. Ἑταιρ., 5 (1900), 28 «Ἐκ᾿ ηὗρε κίχλα, ᾿πού τονε μέσα εἰς ἕνα δάσι | κ᾿ ἔστησε τὴν παγίδα του τὴν κίχλα νὰ πιάσῃ». Ὁ πληθ. δάσητα ἤδη Βυζαντ. βλ. Διήγ. παιδιόφρ., στ. 104 (ἔκδ. Wagner, σ. 144) «νὰ εἶδες καὶ τὰ δάσητα, νὰ εἶδες καὶ τὰς λαγκάδας» καὶ Ἐξήγ. Ἰμπερ., στ. 588 (ἔκδ. Ε. Legrand, Biblioth. 1,304) «καὶ δάσητα καὶ πετρωτά, λιβάδι μὲ καλάμια». Βλ. καὶ Ἐμμ. Κριαρᾶ, Λεξ Μεσν.

Σημασιολογία

Ἔκτασις γῆς κεκαλυμμένη ὑπὸ δένδρων, συνήθως ἀγρίων κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Μαρτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ματζούκ. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων. (Καστάν. Μέλαν. Πραστ. Σαπουνακ.): Βάλανε φωτιˬά ᾿ς τὸ δάσος καὶ καίγεται. Πῆρε φωτιˬὰ τὸ δάσος. Κατακόψανε τὸ δάσος. Κόβουν ξύλα ᾿ς τὸ δάσος. Μεγάλο δάσος ἀπὸ ἔλατα - πεῦκα - κουκουναριˬὲς - λεμονιˬὲς κοιν. Ἔκανα κάρβουνα ᾿ς τὸ δάσο Κρήτ. (Σέλιν.) Ἡ δάφνη εἶναι καταραμένη ἀπὸ τὸ Χριστὸ, γιˬατὶ ἐδιˬάβηκε ᾿ς τὸ δάσος κ᾿ ἐκρύβηκε κ᾿ ἐφρυγάνισε ἡ δάφνη καὶ τὸν επρόδωσε (ἐφρυγάνισε = σείουσα ἔτριψε τὰ φύλλα της· ἐκ παραδ.) Κέρκ. (Κασσιόπ.) Οὑ δρόμους πιρνάει μέσ᾿ ἀπ᾿ τοὺ δάσους Στερελλ. (Καρπεν.) Τοὺ κρύου τοὺ στέγνουσι τοῦ δάσους (ἐξηράνθη ὑπὸ τοῦ ψύχους) Μακεδ. (Βρία). Εἶναι ᾿κειδιˬὰ πότα ὄξω ᾿ς τὰ δάση (πότα = κἄπου) Κύθηρ. Τοὺν ξικί᾿σαν νὰ τοὺν πᾶν νὰ τοὺν ἰκτιλέσουν ἔξου ᾿ς τὰ δάσιˬα Μακεδ. (Βόιον). Ἕνας μεγάλος δάσος Πελοπν. (Κόκκιν.) Γυρίζει ἡ κοπέλα, κοιτάζει, ὅλο ᾿ρημνιˬὰ καὶ δάσος (ἐκ παραμυθ.) Ἤπ. (Μαργαρίτ.) Ὁ γέρος ἔφυγε τὸ πρωί, ἐβάδισε καὶ ἔπεσε σ᾿ ἕνα δάσος μέσα καὶ δὲν ἤξερε ποῦ νὰ βαδίσῃ Πελοπν. (Πιλάλ.) Καβά-α ᾿ς τ᾿ ἄλοα ἐπέρναβ βουνὰ ταὶ λαγκάδιˬα ταὶ δάση Χίος (Πισπιλ.) Gινήκανε τσαὶ πήρτανε ᾿ς ἕναd dάσο νὰ μὴτ τοὺ βρήκῃ τίς πω Καλημ. Πᾶμε ᾿ς τὸ dάσο νὰ νώσωμε βελάνιˬα (νὰ νώσωμε = νὰ μαζέψωμε) αὐτόθ. Τερεῖ ᾿ς ἕναν δάσος ἀπέσ᾿ ᾿ς σὴν μέσην φωτίαν (τερεῖ = βλέπει· ἐκ παραμυθ.) Τραπ. Ἔκι ἓνα δάσι μὲ πρεσσοὶ ραΐλε (ἦταν ἕνα δάσος μὲ πολλὲς τρῦπες) Μέλαν. Ἄξαφνα πετε͜ιέται μέσ᾿ ἀπὸ τὰ δάσητα ἕνας δράκος Γ. Ψυχάρ., ἔνθ᾿ ἀν. Ἀπὸ τὰ δάσα γύρω βγαίνει βαθὺ ἀναβούισμα Σ. Πασαγιάνν., ἔνθ᾿ ἀν. || Φρ. Παρθένο δάσος (τὸ ἀσύχναστον, ἀπόκεντρον, μηδέποτε ὑλοτομηθὲν δάσος) λόγ. σύνηθ. || Παροιμ Ψάριˬα ᾿ς τὸ γιˬαλὸ καὶ πουλλιˬά ᾿ς τὸ δάσος (ἐπὶ ἀβεβαίου) Κρήτ. (Ἡράκλ.) Γιˬὰ καλὸ καὶ γιˬὰ κακό, ἔbα, παππᾶ, ᾿ς τὸ δάσος (πρέπει νὰ προφυλάσσεταί τις δι᾿ ἐνδεχόμενον κακὸν) Κρήτ. (Ἐννέα Χωρ.) Τὸ δάσος ἀπ᾿ τὰ ξύλα του καίγεται (αἰτία τῆς δυσπραγίας τῶν ἀνθρώπων εἶναι συνήθως τὰ ἴδια αὐτῶν σφάλματα) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2 303, 264. Τὸ βλάχο τὸν πήγαιναν νὰ τὸν κάνουν βασιλιˬὰ καὶ ζήλεψε τὸ δάσος νὰ τὸ κάνῃ κάρβουνα (δυσκόλως ἀποβάλλονται αἱ παλαιαὶ συνήθειαι) Αἴγιν. κ.ἀ. Ἄρκον ᾿ς σὰ ξύλα ἔστειλαν, κ᾿ ἐγρίεψεν τὸ δάσος (τὴν ἄρκτον ἔστειλαν νὰ κόψῃ ξύλα καὶ ἐξερρίζωσε τὸ δάσος· ἐπὶ τῶν ἐπιδεικνυόντων ὑπερβάλλοντα ζῆλον κατὰ τὴν ἐκτέλεσιν ἐντολῆς) Ματζούκ. Τραπ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. || Γνωμ. Οὑ κόσμους εἶνι δάσους, λοιˬοῦ-λοιˬοῦ κλαριˬὰ (ἐπὶ τῆς ἀνομοιότητος τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους) Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον). || ᾌσμ. Κλαίω καὶ κλαῖνε τὰ βουνά, μοιρολογοῦν τὰ δάση, κλαίω καὶ τὸ παιδάκι μου τί ἔχει νὰ περάσῃ Ψαρ. Κοιμᾶτ᾿ ὁ ν-ήλιˬος ᾿ς τὰ βουνὰ κ᾿ ἡ πέρδικα ᾿ς τὰ δάση κοιμᾶται καὶ ὁ γιˬόκας μου, τὸν ὕπνο νὰ χορτάσῃ (βαυκάλ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὄμορφη πού ᾿ν ἡ λευτεριˬά σὰ dὸ πουλλί ᾿ς τὰ δάση, κιˬ ὅπο͜ιος γυρεύγει παdρειά, ἂς ἀρωτᾷ νὰ μάθῃ αὐτόθ. Ἂν κάμω ἄχ, κάνει σεισμό, γελῶ καὶ κάνει στάση, ἀναστενάζω, καίγονται ὄρη, βουνὰ καὶ δάση Πελοπν. (Σκουτάρ.) Κλαίω, δὲν ἔχω μερωμό, σὰ dὸ πουλλί ᾿ς τὸ δάσο, τὲς τόσες νοστιμάδες σου καὶ πῶς νὰ τὲς ξεχάσω; Σάμ. Κλαίω, δὲν ἔχω bλιˬὸ ἀρνεμό, σὰ dὸ πουλλί ᾿ς τὰ δάση, ἀποὺ τοῦ ᾿κοψα dὰ φτερὰ καὶ δὲ bορ᾿ ᾿ὰ πετάξῃ (ἀρνεμὸς = εἰρηνευμός, ἡσυχία) Κρήτ. Παιδιˬά, κ᾿ εἶdά ᾿ναι ἡ καταχνιˬὰ καὶ τούτ᾿ ἡ κατσιφάρα, καὶ γιˬά ᾿dα φεύγου dὰ πουλλιˬὰ κιˬ ἀνατριχοῦ τὰ δάσα; αὐτόθ. Θὰ πάρω θέλω τὰ βουνά, νὰ κλαίω δάσι δάσι, ἴσως μ᾿ ἀκούσουν dὰ θεριˬὰ κ᾿ ἔρτουν γιˬὰ νὰ μὲ φᾶσι Ἀμοργ. || Ποιήμ. Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα | μέσ᾿ ᾿ς τὸ δάσος τὸ πυκνό ὅταν στέλνῃ μιˬὰν ἀχνάδα | μισοφέγγαρο χλομὸ Δ. Σολωμ., 11 Καὶ θὲ νὰ ἰδῇς τὰ δάσα νὰ κινοῦνται μὲ τὸν καθάριˬο τὸ βοριˬὰ Κ. Θεοτόκ., ἔνθ᾿ ἀν. Πάω ᾿ς τὰ ὄρη ᾿ς τὰ βουνὰ | ποὺ εἶναι καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ πουλλιˬά, ᾿ς τὰ ὄρη καί ᾿ς τὰ δάσιˬα | που εἶν᾿ τὰ ὄμορφα κοράσιˬα Μ. Λελέκ., ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. κουρί, λόγγος, ρουμάνι. β) Ἔκτασις γῆς ἔχουσα πυκνοφυτευμένην βλάστησιν ἐκ θάμνων ἢ χόρτων ἡμέρων ἢ ἀγρίων Εὔβ. (Ἄκρ.) Κρήτ. (Ἀνατολ.) Πέλοπν. (Κίτ. Μάν.) κ.ἀ.: Κεῖν᾿ dὸ χουράφ᾿ ἔμ᾿νε χέρσου χρόνιˬα τώρα κ᾿ ἔγιναν δάσου τ᾿ ἀγκάθιˬα Ἄκρ. Τὸ γέννημα ἐγίνη δάσος, θέλει βοτάνισμα Κίτ. Μάν. Τὸ χορτάρι ἐγίνη δάσος αὐτόθ. Οἱ σφάκες κάνουνε δάσο κάτω ᾿ς τὸ bοταμὸ Ἀνατολ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἄνδρ. Ζάκ. Κάλυμν. Κρήτ. Κύπρ. Μακεδ. (Κομάν. Ποντοκώμ. Σπήλ.) Πέλοπν. (Καστάν. Τριφυλ.) Πόντ. (Ἀργυρόπ. Τραπ.) καὶ ὑπὸ τοὺς τύπ. Δάσο Εὔβ. (Κονίστρ.) Πελοπν. (Τριφυλ. Σιδηρόκ.) Τῆν. Δάσι Πελοπν. (Κυνουρ.) Δάσου Ἄνδρ. (Κόρθ.) Μαῦρο Δάσο(ς) Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Κίμωλ. Πελοπν. (Μάν. Νύφ.) Μακρὺ Δάσος Πελοπν. (Πετρίν.) Μεγάλο Δάσος Μακεδ. (ΙΙολύκαστρ.) Στρογγυλὸ Δάσος Ζάκ. (Μαρ.) Χοdρὸ Δάσος Ἴος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Δάσος τῆς Λεύκας Ἤπ. (Φιλιάτ.) Δάση τ᾿ Ἀγκαθ-θοῦ Κύπρ. Πάνω Δάσος Κάλυμν. Δάσος τοῦ Βαρνοῦντα Μακεδ. (Φλόρ.) Δάσους τοῦ Μαρκόπουλου Ἤπ. (Πράμαντ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/