γλυκομυρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκομυρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκομυρίζω Ἤπ. Πελοπν. γλυκουμυρίζου Ἤπ. (Λάκκα Σούλ.) Θεσσ. (Καρυὰ Κρυόβρ. Συκαμν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. μυρίζω.
Σημασιολογία
’Ενεργ. καὶ μέσ., ὀσφραίνομαί τι μετὰ τέρψεως, μεθ’ ἡδονῆς ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Καὶ τὴ γλυκε͜ιά σου μυρωδιˬὰ νὰ τὴν γλυκομυρίσουν Πελοπν. Νὰ μάσῃ κάμπουσ’ ἀπ᾽ αὐτὰ νὰ τὰ γλυκουμυρίσῃ κιˬ ἀφοῦ τὰ γλυκουμυριστῇ, ’ς τοὺν κόρφου νὰ τὰ κρύψῃ Ἤπ. (Λάκκ. Σούλ.) Σὶ στέλνου χιριτίσματα σαράντα καριουφίλιˬα κ’ ἕνα κλουνὶ βασιλικό, τὴν πόρτα νὰ χτυπήσῃς κὶ νά ’βγῃς ὄξου νὰ τοὺ δῇς νὰ τοὺ γλυκουμυρίσῃς Θεσσ. (Συκαμν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA