δασοσπάρτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασοσπάρτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δασοσπάρτης ὁ, Ζάκ. (Κερ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. δασοσπέρνω.
Σημασιολογία
Ὁ σπείρων πυκνά: Γνωμ. Τοῦ δασοσπάρτη ἡ σπορὰ ἴσιˬα μὲ τὸ Μάρτη ἔχει χαρὰ (διότι μετὰ τὸν Μάρτιον ἀραιώνουν αἱ βροχαί, τῶν ὁποίων ἔχει περισσοτέραν ἀνάγκην ὁ πυκνοσπαρμένος ἀγρός).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA