γλυκόνειρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκόνειρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλυκόνειρο τό, Πελοπν. (Βάλτ. Γαργαλ. Δίβρ. Μαργέλ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) -Σ. Πασαγιάνν., ᾿Αντίλ., 9 Μ. Τσιριμώκ., Σονέττ., 7 καὶ 62 -Ν. Ἑστ. 15 (1934), 790.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. ὄνειρο.

Σημασιολογία

Γλυκύ, εὐχάριστον ὄνειρον ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Νάνι του νὰ κοιμηθῇ, | γλυκόνειρα θέλω νὰ ἰδῇ (βαυκάλ.) Πελοπν. (Δίβρ.) || Ποιήμ. Κάθε παρθένα ποὺ ἀγρυπνάει ’ς τοῦ πόθου τὰ μαγνάδιˬα καὶ κλώθει τὰ γλυκόνειρα ’ς τὸν ὕπνο της ἡ ἀγάπη Σ. Πασαγιάνν., ἔνθ ἀν. Γλυκόνειρα νανούρισαν τὶς νιὲς τὶς καλομοῖρες, ἡ βρύση, ὁ λόγγος, ἡ χαρά, τ᾿ ὄμορφα παλληκάριˬα Ν. Ἑστ., ἔνθ ἀν. Γαληνεμένοι κιˬ οἱ καηˬμοί, κιˬ οἱ πόνοι νὰ σωπᾶνε, νὰ ζῶ μὲ τὸ γλυκόνερο, νὰ ζῶ καὶ νὰ θυμᾶμαι Μ. Τσιριμῶκ., ἔνθ’ ἀν., 62.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/