δασοφύλακας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασοφύλακας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

δασοφύλακας ὁ, λογ. κοιν. δασουφύλακας κοιν. βορ. ἰδιωμ. Θηλ. δασουφυλακῖνα Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. δάσος καὶ φύλακας.

Σημασιολογία

Ὁ φύλαξ τῶν δασῶν ἔνθ᾿ ἀν.: Διωρίστηκε δασοφύλακας. Παντρεύτηκε τὸ δασοφύλακα καὶ περνάει μιˬὰ χαρὰ κοιν. Τὸν ἔπιˬασε ὁ δασοφύλακας νὰ κόβῃ πεῦκα καὶ τοῦ ᾿καμε μήνυση Πελοπν. (Κορινθ.) Τότις σκιˬαζουμάσταν ἀπ᾿ τοὺ δασουφύλακα κὶ γιˬ᾿ αὐτὸ ἐκουβάμι ἀλάργα, γιˬὰ νὰ μὴ ἀκουγουμέστι Μακεδ. (Δεσκάτ.) Νὰ φ᾿λάισι, πιδί μ᾿, ἀπ᾿ τ᾿ς δασουφυλάκ᾿ς, γιˬατὶ τοὺ παίρν᾿νι τοὺ τ᾿φέ᾿! Στερελλ. (Ἀχυρ.) Κἄτι γυφτοχαρατζῆδες, ποὺ τοὺς λέγανε τὸν παλιˬὸ καιρό, κἄτι ταχτικοὶ δασοφυλάκοι καὶ τέτο͜ιοι ἤθελαν νὰ μοῦ κάνουν τὸν ἄγριο Α. Παπαδιαμ., Τὰ Ρόδιν. ἀκρογιάλ., 57. Σήμερα, εὐτυχῶς, ἄλλαξε ἡ κατάσταση. Κἄτι τὰ σχολεῖα, κἄτι οἱ δασοφυλάκοι, ὅλα συνετέλεσαν νὰ καταλάβῃ ἐκεῖνος ὁ κόσμος πὼς τὸ δάσος εἶναι ὁ προστάτης του Δ. Λουκοπ., Γεωργ. Ρούμελ., 139. β) Θηλ., ἡ σύζυγος τοῦ δασοφύλακα Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. κ.ἀ.): Ἡ δασοφυλακῖνα ἔκανι κιˬ ἄλλου πιδὶ Κουκούλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/