γλυκοξέφωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοξέφωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλυκοξέφωτος ἐπίθ. ἀμάρτ. Οὐδ. πληθ. ὡς οὐσ. γλυκοξέφωτα Λεξ. Πρω. Δημητρ. γλυκοξίφωτα Κύπρ -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. ξέφωτο.
Σημασιολογία
Τὸ λυκαυγὲς ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Ταὶ τὰ τὰ γλυκοξίφωτα ἐύρισα νὰ φύω Κύπρ. Ταὶ ᾽πά ’ς τὰ γλυκοξίφωτα ποὺ πά’ νὰ ξημερώσῃ, στιστήκασιν τ᾿ ἀμμάδκιˬα μου τ’ ἕναν μεγάλοφ φίιν αὐτόθ. Ποσπέρας ἐγεννήθηκεν τσ’ οὕλ-λη νύκτα πορπάτεν, ταὶ τὰ τὰ γλυκοξίφωτα ζητᾷ ψουμὶν νὰ φάῃ αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA