γλυκοξημέρωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοξημέρωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυκοξημέρωμα τό, Πελοπν. (Γαργαλ. Δίβρ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ. ἀ.) Ρόδ. -Κ. Παλαμ., Πεντασύλλ., 107. Περάσμ. καὶ χαιρετ., 168.13 -Λεξ. Μπιγκ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρημ. γλυκοξημερώνω.
Σημασιολογία
Ὁ περὶ τὴν χαραυγὴν, οἱονεὶ γλυκύς, εὐχάριστος χρόνος ἔνθ᾽ ἀν.: Παροιμ φρ. Πάντα γλυκοξημέρωμα λαλοῦνε τὰ κοκόριˬα (ἐπὶ τῶν κατὰ συνήθειαν συμβάντων) Λεξ. Δημητρ. || ᾎσμ. Τὴν νύχταγ κλαίχ, χέλουβ βυζὶ καὶ τὴν αὐγὴν τὸ γάλα, τὰ γλυκοξημερώματα ποῦ ᾽σαι, γλυκε͜ιά μου μάννα; Ρόδ. || Ποίημ. Ἡ Θράκη προικιˬό του, ὦ δόξα! Κι ἀπανωπροίκι μιˬὰ Ἑλλάδα πάλι ’ς τὴν τουρκεμένην ’Ανατολή, τῆς ᾿Ιωνίας γλυκοξημέρωμα Κ. Παλαμ., Πεντασύλλ., ἔνθ’ ἀν. β) Μεταφ., τὸ γλυκύ, ἁπαλόν, βλέμμα Κ. Παλαμ., Περάσμ. καὶ Χαιρετ., ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Δημητρ.: Ποίημ. Γλυκοξημέρωμα ματιῶν σὰ νὰ ξανοίγω τῆς Λιˬόκαλης τὴν ὄψη Κ. Παλαμ., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA