γλυκόξινος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκόξινος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλυκόξινος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. γλυκόξ’νους Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Πεντάλοφ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) γλυκόξινε Τσακων. (Χαβουτσ.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. ἐπίθ. γλυκόξινος. Βλ. Μ. Vasmer Byzant. gespräch., 25. Ὁ τύπ καὶ. εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ οἱονεὶ γλυκύς ἅμα καὶ ὄξινος τὴν γεῦσιν, ὁ ὑπόξινος ἔνθ’ ἀν.: Γλυκόξινα φροῦτα. Γλυκόξινο πιˬοτὸ-κρασὶ-σταφύλι-φροῦτο σύνηθ. Γλυκόξινα σῦκα (ποικιλία σύκων) Κάσ. Ρόδ. Γλυκόξινη ρογδιˬὰ (ποικιλία ροδιᾶς) Κύπρ. Τά γλυκόξινα πορτοκάλλιˬα εἶναι τὰ καλύτερα Πελοπν. (Γαργαλ.) Γλυκόξινό ’ναι, δὲ μ’ ἀρέσει Νάξ (᾿Απύρανθ.) Τὰ πομιλόρκα ὅμως ἔν᾽ ὄμορφα, ἔν’ στροντυλὰ τὶ ἔν᾿ πιˬὸ γλυκόξινα (πομιλόρκα=τομάτες) Κύπρ. (Κυθρ.) β) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, ὁ μὴ εὐπροσήγορος, ὁ δύσκολος, ψυχρὸς Κύπρ.: Εἶντα γλυκόξινος ἔνι ἐτοῦτος ὁ ἄδρωπος 2) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., ὁ οἶνος ὁ ὁποῖος προσφέρεται ὑπὸ τοῦ ἱερέως εἰς τοὺς νεονύμφους καὶ τὸν παράνυμφον κατὰ τὸ μυστήριον τοῦ γάμου Κάρπ. (Ἔλυμπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA