δασὺς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασὺς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δασὺς ἐπίθ. κοιν. δαὺς Λέσβ. Πελοπν. (Πιάν. Τριφυλ.) δασε͜ιὸς Εὔβ. (Στρόπον. κ.ἀ.) Πελοπν. (Δημητσ. Καλάβρυτ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) - Σ. Σκίπ., Τσιγγανόθ., 39 δαε͜ιὸς Πελοπν. (Οἰν. Τριφυλ.) δασέος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) δασὸς Λειψ. Στερελλ. (Δεσφ. Φθιῶτ. Φωκ.) - Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ.2 33 - Λεξ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. Θηλ. δασεῖα λόγ. κοιν. δασε͜ιὰ κοιν. δαειὰ Πελοπν. (Οἰν. κ.ἀ.) δαὰ Πελοπν. (Γαργαλ. Ὀλυμπ. Τριφυλ.) Στερελλ. (Μέγα Χωρ.) δασὰ Θεσσ. (Καλαμπάκ. Μελιβ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) δασὴ Λεξ. Μπριγκ. Οὐδ. δασὺ κοιν. δασὺν Πόντ. (Ἴμερ. κ.ἀ.) δσὺν Πόντ. (Σεμέν. Χαλδ.) δσὺ Πόντ. (Κοτύωρ.) δεσὺν Πόντ. (Κοτύωρ.) δασιˬὸ Στερελλ. (Παρνασσ.) δασίο Ζάκ. (Κερ. Λιθακ. Μαχαιρᾶδ.) Πληθ. δασιˬὰ κοιν. δασὰ Εὔβ. (Κουρ.) Θεσσ. (Τρίκερ.) Κρήτ. (Νεάπ.) Λῆμν. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Ἦλ. Ξηροκ.) Σάμ. Στερελλ. (Δεσφ. Φθιῶτ.) - Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ.2, 163 Κ. Χατζόπ., Ἀννιώ, 60 Π. Παπαχριστοδ. Χαμέν. κόσμ., 8 Σ. Μελᾶ, Κόκκιν. πουκάμ.2, 22 - Πανδώρ. 13, 343 δαὰ Θεσσ. (Μεγαλόβρ.) Μακεδ. (Καστορ.) Πελοπν. (Βερεστ. Ὀλυμπ. Τριφυλ.) δσὰ Μακεδ. (Καστορ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. δασύς. Ἐκ τοῦ οὐδ. πληθ. δασέα > δασιˬὰ ἐσχηματίσθη ὀ τύπ. οὐδ. ἑνικ. δασιˬό. Οἱ τύπ. δασεῖος > δασε͜ιὸς ἐκ τοῦ θηλ. δασεῖα. Παρὰ ταῦτα, ἐπειδὴ «οἱ τοῦ θηλυκοῦ γένους τύποι τῶν παλαιῶν εἰς -ύς εῖα -ὺ ἐπιθέτων πάντες κατὰ τοὺς μετγν. καὶ Βυζαντικούς χρόνους μετεσχηματίσθησαν εἰς -έα» (βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ2, 261 καὶ Γλωσσολ. Ἔρευν. Β, 228) εἶναι πολύ πιθανὴ ἡ ἐξέλιξις τοῦ θηλ. τύπ. δασέα > δασιˬὰ καὶ ἐξ αὐτοῦ ὁ τύπ. ἀρσ. δαιˬός. Ἑπομένως, ἐκτὸς τοῦ δασεῖα καὶ ἄλλων τίνων τὰ ὁποῖα διέσωσεν ἡ λογία παράδοσις (βαρεῖα, ὀξεῖα, πλατεῖα), δικαιολογεῖται ἱστορικῶς γραφὴ τῶν συνιζανομένων τύπων τοῦ ἀρσ. καὶ θηλ. διὰ τοῦ -ι- καὶ ὄχι διὰ τοῦ -ει-. Βλ. καὶ Δ. Γεωργακᾶ, Βυζαντινὰ 8 (1976) 290. Ὁ τύπ. δασέος ἐκ τοῦ δασέα, θηλ. καὶ οὐδ. πληθ. καὶ ὁ τύπ. δασὸς κατὰ τὰ δευτερόκλιτα ἐπίθ.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων πυκνὸν τρίχωμα, ὁ δασύθριξ, ὁ μαλλιαρὸς Μαδ. (Σισάν.) Πελοπν. (Δημητσ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.) - Σ. Σκίπ., Τσιγγανόθ., 39. - Λεξ. Περίδ. Πρω. Δημητρ.: Δασὺς ἄντρας οὑ γιρου-Φώτ᾿ς! Ἀχυρ. Πουλὺ δασὺ θὰ γέ᾿ τοὺ πιδί μας, ᾿ναῖκα! αὐτόθ. Εἶνι πουλὺ δασὺς Σισάν. Δασὺ ὕφασμα Μακεδ. || Ποίημ. Λάμπουνε τ᾿ ἀστροπέλεκα σὰν πολυέλαιοι τοῦ ᾍδη καὶ σέρνουν λάμιˬες τὸ χορὸ μὲ τοὺς δασε͜ιοὺς δρακόντους Σ. Σκίπ., ἔνθ᾿ ἀν. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ξενοφ., Ἀν. 4,7,22 «δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια». β) Ὁ πυκνῶς ἐκφυόμενος, ἐπὶ μύστακος, γενείου, ὀφρύων καὶ ἄλλων τριχωτῶν μερῶν τοῦ σώματος πολλαχ.: Δασὺ μουστάκι πολλαχ. Δασιˬὰ γένε͜ια - μουστάκιˬα -φρύδιˬα πολλαχ. Μαλλιˬὰ - φρύδιˬα δασιˬὰ Κεφαλλ. Δασε͜ιὲς τρίχες αὐτόθ. Ἔχει δασιˬὰ μαλλιˬὰ ᾿ς τ᾿ ἀστήθι του Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Ἔχει κἄτι φρυδάρες δαὲς Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἤτανε κείνη ἡ καπροδόντα μὲ τὰ δαὰ φρύδιˬα καὶ τὰ μεγάλα ξάφτιˬα (= ἀφτιὰ) Πελοπν. (Βερεστ.) Δασιˬὰ φρύδγιˬα κὶ μ᾿στά᾿ ἔ᾿ αὐτὸς Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἔ᾿ δασιˬὰ τζαμαλίκιˬα οὑ ντουρῆς (τζαμαλίκιˬα = χαίτη) αὐτόθ. Τὰ πρόατα ἔχ᾿νι δασύτιρου κί μακρύτιρου μαλλὶ ἀπ᾿ τὰ γίδιˬα Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) || Παροιμ. φρ. Τά ᾿᾿ μαῦρα κὶ δασιˬὰ αὐτὸς (εἶναι εὔρωστος, ρωμαλέος) Στερελλ. (Ἀχυρ.) || ᾎσμ. Ν᾿ ἀκοῦς τὰ κουροψάλιδα τραγούδι ποὺ τὸ λένε κ᾿ εὐκὲς ποὺ παίρνουν τὰ ὀζὰ καὶ τὰ δασὰ ποκάριˬα Κρητ. (Νεάπ.) 2) Ὁ πυκνὸς τὸ φύλλωμα, τὴν σπορὰν ἢ τὸ φύτευμα, ἐπὶ δένδρων ἢ φυτῶν πολλαχ.: Πολὺ δασὺ τό ᾿σπειρες τὸ σιτάρι καὶ δὲ θὰ προκόψῃ πολλαχ. Τὸ σιτάρι εἶναι σπαρμένο δασὺ Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) Τὸ ἀραποσίτι εἶναι δασὺ Πελοπν. (Βούρβουρ.) Δασὺ ἐβγῆκε τὸ κριθάρι Κρήτ. Φύτρουσι δασὺ τοὺ καλαμπό᾿ Στερελλ. (Καρπεν.) Τὸ γέννημα ἔναι δασὺ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Δασὸς σπόρος Λειψ. Δασὸ χωράφι Στερελλ. (Δεσφ.) Εἶναι πολὺ δασιˬά, ἀρύτερα βάλ᾿ τα Πελοπν. (Ἀχαΐα). Τό ᾿σπειρις ἀρὺ ἢ δασύ; (ἐνν. τὸ χωράφι) Θεσσ. (Ἀετόλοφ.) Ἔσπειρα δασὺ Στερελλ. (Ὀρχομεν.) Τὸ σπορε͜ιὸ θέλει ἀρύ, ὄχι δασὺ Πελοπν. (Παλαιοχ.) Νὰ προσέχῃς νὰ μὴ τὸ ρίχνῃς δασὺ Πελοπν. (Λίμπερδ.) Ἅμα ἦταν δασιˬά, τ᾿ ἀραιˬεύαμι ᾿μεῖς Θεσσ. (Σκήτ.) Ἔ᾿ δασε͜ια ρόκα τοὺ χουράφ᾿ (ρόκα = στάχυς ἀραβοσίτου) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Τὸ λινάρι εἶναι μονόκλωνο, τὸ σπέρνουνε δασὺ καὶ τὸ βγάζουν ξεκολωτὸ Πελοπν. (Ἅγιος Νικὸλ.) Τὸ δασὺ εἷναι μυγάσταχο, ζημιˬώνεται ὁ νοικοκύρης δυˬὸ φορὲς (μυγάσταχο = σῖτος ἀτροφικὸς μὲ μικρὸν στάχυν) Πελοπν. (Κόκκινα Λουρ.) Τὰ φύτεψε δασιˬὰ τὰ σκόρδα Πελοπν. (Ἀν δροῦσ.) Τὸ βάνει δασὺ τὸ gρομμυδόσπορο Μύκ. Ἤτανε δασε͜ιὲς οἱ κολοκυθιˬὲς καὶ φαρσέψανε Πέλοπν. (Ξηροκ.) Δασύ ᾿ναι τ᾿ ἀbέλι καὶ θ᾿ ἀργήσῃ νὰ καμώσῃ τὰ σταφύλιˬα (νὰ καμώσῃ = νὰ ὡριμάση) Κρήτ. Εἶναι δασὺ τ᾿ ἀbέλι Σέριφ. Ἡ γ-ἐλιˬὰ ἔναι πολὺ δαά, θέλει ξεκλάρισμα Πελοπν. (Τριφυλ.) Βεανιˬὰ πολὺ δασὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὸ τεκνόχορτο κάθε τρία χρόνιˬα βγαίνει μέσα ᾿ς τὰ δασὰ ρουμάνιˬα Πελοπν. (Ἦλ.) Δασε͜ιὸς λόγγος Στερελλ. (Παρνασσ.) Δασιˬὰ κλαριˬὰ αὐτόθ. Φουκαλᾶμι τ᾿ς ἀβραγιˬὲς μ᾿ ἕνα σγατζοκλάδ᾿ ποὺ εἶνι τζουνιˬάρ᾿κου μὶ φούντα δασά - δασὰ (τζουνιˬάρ᾿κου = φουντωτὸ) Θεσσ. (Μελιβ.) Δασὰ κοντόρεικα, ἀγκαθερὰ χαμόκλαδα φράζανε τὸ μονοπάτι Κ. Χατζοπ., Ἀννιώ, 60. Ψηλά, καλὰ μσυ δέντρα καὶ δασά, βοηθᾶτε με νὰ κάμω τῆς καλῆς μου ἄξιο τὸ παλάτι Σ. Μελᾶς, ἔνθ᾿ ἀν. Νοσταλγεῖ τὴ χλοεράδα τοῦ κάμπου, τὸ δασὺ ρουμάνι Ν. Ἑστ. 8 (1939), 973. || Παροιμ. Τὸ δασὺ χωράφι ἀδε͜ιάζει δυˬὸ βολὲς τὸ κασόνι (διότι ὁ πυκνῶς ἐσπαρμένος ἀγρὸς δὲν ἀποδίδει) Πελοπν. (Γορτυν.) || Γνωμ. Δασὺ λινάρι ἔσπειρες, ἀρὺ τὸ στάρι θέλει Πελοπν. (Πραστ) || ᾌσμ. Κάτου ᾿ς τὰ δασιˬὰ πλατάνιˬα καὶ ᾿ς τὴν κρυόβρυση κάθονται δυˬὸ παλληκάριˬα καὶ μιˬὰ λυγερὴ Πελοπν. (Βραχν. κ.ἀ.) Κάτου ᾿ς τὰ δασιˬὰ πλατάνιˬα καὶ ᾿ς τὴμ Παναγιˬὰ κάθουνταν δυˬὸ λιβιντάδις κὶ μνιˬὰ λυγιρὴ Μακεδ. Θέλου νὰ πάου ᾿ς τοὺν Ὄλυμπου καί ᾿ς τὰ δασιˬὰ πλατάνιˬα, ἐκεῖ εἶν᾿ οὑ ἥσκιˬος οὑ πουλύς, βρύσις μαλαματένιˬες Μακεδ. (Πεντάπολ.) Βρὲ Ἡρακλῆ, φέρε ᾿να ἀρνὶ κιˬ ἕνα παχὺ κριάρι νὰ πᾶμε νὰ τὰ ψήσουμε ᾿κεῖ ᾿ς τὸ δασὺ πλατάνι Πελοπν. (Σκορτσιν.) Δὲν ἔχω τίνος νὰ τὸ εἰπῶ τὸν πόνο τῆς καρδιˬᾶς μου, νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ, δασιˬὰ κλαριˬά, καὶ σεῖς θὰ μαραθῆτε Πελοπν. (Βραχν.) Ποῦ νὰ βρεθῇ βασιλικὸς δασὺς σὰ dὰ μαλλιˬά σου; κ᾿ ἕνα κεφάλι ἀφεντικὸ σὰ gαὶ τῆς ἀφεdιˬᾶς σου; (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Μάν.) Παππαδοπούλα θέριζε σ᾿ ἕνα δασὺ σιτάρι, ἔργους ἔργους τὸ θέριζε, ἔργους δεμάτιˬα δένει (ἔργους = εἰς σειρὰς) Πελοπν. (Δἁρα Ἀρκαδ.) Πυκνὲς πυκνὲς οἱ γι-ἀγγουριˬές, δασὰ δασὰ τ᾿ ἀγγούριˬα, κανένας δὲν τοὺν πέρασι τοὺν Γιˬάννη ᾿ς τὰ τραγούδιˬα Λῆμν. Πάησαν κιˬ ἀνταμώθηκαν | μέσ᾿ ᾿ς τοὺ δαφνουπόταμου, ᾿πού ᾿ν᾿ οἱ δάφνις οἱ πουλλὲς |κ᾿ οἱ δασὲς οἱ τριανταφ᾿λλιˬὲς Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Φέρνει τὰ μῆλα ᾿ς τὴν πουδιˬά, τὰ κίτρα ᾿ς τοὺ μαντήλι καὶ τὰ δασιˬὰ γαρούφαλα τριγύρου ᾿ς τοὺ λιμό της Ἤπ. (Τζουμέρκ.) ᾿Πού ᾿ναι τὰ ρόδα τὰ πολλά, | τὰ κόκκινα καὶ τὰ δασιˬὰ Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ἡρόδ. Γ. 32 «δασέα ἡ Θρῖδαξ ἐοῦσα εἴη καλλίων». 3) Ὁ πυκνῶς διατεθειμένος, ἐπὶ πλήθους ὁμοίων πραγμάτων Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Στρόπον.) Θεσσ. (Μεγαλόβρ. Μοσχᾶτ. Τρίκερ. Τσαγκαρ.) Πελοπν. (Αἴγ. Γορτυν. Κλειτορ. Λακων. Ξηροκ. Σκορτσιν.) Στερελλ. (Ἀχυρ. Κολάκ. Παρνασσ.) - Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. γύφτ.2, 33: Δασὺ χτένι (ἔχον πυκνοὺς ὀδόντας) Αἴγ. Δασὰ σήτα (κρησάρα μὲ μικρὰς ὀπὰς πυκνῶς διατεθειμένας) Σάμ. Τ᾿ν ἔ᾿ς δασε͜ιὰ αὐτὴν τ᾿ μπλέξ᾿ (= πλέξη) Ἀχυρ. Τά ᾿᾿ ντὶπ δαὰ τὰ γράμματα Μεγαλόβρ. || ᾌσμ. Τὸ μονοπάτι μ᾿ ἔβγαλε ᾿ς ἕνα ᾿ρημοκκλησάκι, ᾿ποὺ ἦταν τὰ μνήματα δασιˬά, δασιˬὰ καὶ δασωμένα Κλειτορ. Τὸ μονοπάτι μ᾿ ἔβγαλε ᾿ς τῆς ἐκκλησιˬᾶς τὴν πόρτα κ᾿ ἦταν τὰ μνήματα δασιˬά, κεφάλι μὲ κεφάλι Γορτυν. Ἦταν τὰ μνήματα δασιˬά, τὰ κυπαρίσσιˬα ἀράδα Στρόπον. Μαρή, μὶ τὰ δασιˬὰ κουμπιˬὰ κὶ μὶ τὰ μαῦρα μάτιˬα, ᾿ς τὴν πέρα ρούγα μὴ διαβῇς, ᾿ς τὴ δῶθι μὴν πιράσῃς Μοσχᾶτ. Σοῦ κόβει τὰ δασιˬὰ κουμπιˬά, φιλεῖ τὰ μαῦρα μάτιˬα Λακων. 4) Ἐπὶ σκιᾶς, ὁ ἔχων πυκνὴν σύστασιν Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.) κ.ἀ.: Οἱ πρῖνοι ᾿ναι ποὺ κάνουν δασὺν ἀέραν (πυκνὴν σκιὰν) Ἀπύρανθ. Ἔ᾿ δασὺ ἥσκιˬου τοῦτου τοὺ πουρνάρ᾿ Ἀχυρ. 5) Ἐπὶ ὑγρῶν, ὁ δριμὺς λόγῳ πυκνῆς διαλύσεως Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Σεμέν.): Δσὺν ἁλιμίδ᾿ (= πυκνὴ ἁλμη) Ἴμερ. Δεσὺν ὀξίδ᾿ Κοτύωρ. Δσὺν ἁλιμίδ᾿ (= πυκνὴ ἅλμη) Ἴμερ. Δεσὺν ὀξίδ᾿ Κοτύωρ. Δσὺν μέλιν (πυκνὸν) Σεμέν. Δσὺ τάι Κοτύωρ. 6) Ἐπὶ ὑδάτων, ὁ ἄφθονος καὶ βαθὺς Πελοπν. (Τριφυλ.): Ἆσμ. Κάτω ᾿ς τὰ δαὰ νερά, | Κωσταdίνα καὶ Μαριˬά 7) Ὁ πυκνὸς ὑπὸ ἔννοιαν χρονικήν, ὁ τελούμενος μὲ γοργὸν ρυθμὸν ἢ μὲ μεγάλην συχνότητα Στερελλ. (Παρνασσ.) Θεσσ. (Ἀνατολ.): Ἔχει δασε͜ιὰ περπατησιˬὰ (πβ. δασοπερπατῶ) Παρνασσ. || ᾎσμ. Κιˬ ἀπ᾿ τοὺ δασὺ τοὺ κέρασμα κιˬ ἀπ᾿ τὰ πουλλὰ πουρήργιˬα Ἀνατολ. 8) Ὡς οὐσ., θηλ. ὑπὸ τὸν τύπ. δασεῖα εἰς τὴν λογίαν γλῶσσαν τὸ πνεύμα μὲ τὸ ὁποῖον εἰς τὴν ἀρχαίαν Ἑλληνικὴν ἐδηλοῦτο τὸ δασέως προφερόμενον φωνῆεν λόγ. κοιν. Ἡ λ. καὶ ὡς τόπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Δασὺ Λανgάδι κουφονήσ. Δασχιˬὰ Μεγίστ. Δασὲς Ἐλιˬὲς Πελοπν. (Καλάμ.) Δασιˬὰ Δέντρα Πελοπν. (Μεσσην. Ὀλυμπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA