ἀπλέρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπλέρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπλέρωτος ἐπίθ. ἀπλήρωτος λόγ. κοιν. ἀπλέρωτος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Χαλδ.) ἀπλέρουτος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. κ.ἀ.) ἀπλέρουτε Τσακων. ἀπλιˬέρωτος Θρᾴκ. (Ἡράκλ. Σαρεκκλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μετγν. ἐπιθ. ἀπλήρωτος.
Σημασιολογία
1) Ἀνεκπλήρωτος, ἀνικανοποίητος Πόντ. (Χαλδ.): Τὰ μουράτ μ᾽ ἀπλέρωτα εἶναι (μουράτ’=πόθος διακαὴς) || ᾎσμ. Ἔχω μουράτ ἀπλέρωτα, γεφύρ χαλασμένα. Ἡ σημ. καὶ μετγν. Πβ. Φίλ. 2, 548, 6 «ἀπλήρωτοι ἐπιθυμίαι». β) Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου εἴθε νὰ μὴ ἐκπληρωθοῦν αἱ ἐπιθυμίαι, ἐν ἀραῖς Πόντ. (Κερασ.): Ἄχαρε κιˬ ἀπλέρωτε! Ἄχαρος κιˬ ἀπλέρωτος νὰ εἶσαι! 2) Ὁ μὴ πληρωθείς, ἰδίᾳ ἐπὶ ὸφειλῆς ἢ ἀντιμισθίας κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.): Ἀπλέρωτο μεροκάματο-νοίκι-χρέος κττ. κοιν. Συνών. ἄπλερος 2. β) Ὁ μὴ λαβὼν τὰ ὀφειλόμενα εἰς αὐτὸν κοιν.: Ὅλοι πλερώθηκαν κ’ ἐγὼ ἔμεινα ἀπλέρωτος. Συνών. ἄπλερος 2β. 3) Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν ἐπληρώθη ἡ ἀξία Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Κασταν.) Στερελλ. (Αἰτωλ): Γιˬὰ νὰ πλερωθῇ τὸ αἷμα καὶ μὴ μείνῃ ἀπλέρωτο Θρᾴκ. (Κασταν.) Τ' ἀπλέρουτου εἶνι νουστ’μώτιρου Στερελλ. (Αἰτωλ) Ἀπλέρουτ’ διˬάβασ’ τ᾽ παππᾶ δὲν πιˬάνιτι αὐτόθ. Ἀπλέρωτο τό ’χω ἀκόμη τὸ κριάρι Ἄνδρ. Συνών. ἄπλερος 3. β) Ἐνεργ. ὁ μὴ πληρώνων, ὁ μὴ ἀποδίδων μίσθωμα, ἀμοιβὴν κττ. Στερελλ (Αἰτωλ.): Ἰγὼ ᾿ς τοὺ μύλου αὐτὸν ἀλέθου ἀνέξαους κι᾿ ᾽ς τ᾿ νιρουτριὰ ἀπλέρουτους καμώνου τὰ σκουτιˬά μ᾽ (ἀλέθω χωρὶς νὰ δίδω τὴν εἰς εἶδος ἀμοιβὴν καὶ εἰς τὴν νεροτριβιὰν ἐξεργάζομαι τὰ μάλλινα ὑφάσματα μου χωρὶς νὰ πληρώνω). 4) Ὁ μὴ δεχθεὶς δῶρα, ὁ μὴ δωροδοκηθεὶς Πελοπν. (Κορινθ.) κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ: Οἱ ἄλλοι εἶναι πλερωμένοι καὶ δὲ λέν τὴν ἀλήθεια, μ’ αὐτὸς εἶναι ἀπλέρωτος Κορινθ. Συνών. ἀδώρητος. 5) Ἄφθονος, πολύς, ἀτελεύτητος (δηλονότι ἐκ τοῦ δωρεὰν προερχομένου λαμβάνει τις πολὺ) Δαρδαν. Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Ἡράκλ. Μυριόφ. Σαρεκκλ.) Μακεδ. (Πάγγ.) Προπ. (Κύζ.): Ἀπλιˬέρωτο νερὸ ἤπιˬα Ἡράκλ. Ἀπλιˬέρωτα ἔν᾿ πεˬὰ τὰ γρόσια καὶ δὲν τελειώνουν Σαρεκκλ. || Φρ. μετὰ τοῦ ἄσωστος ἢ πολύς: Ἄσωτα κι ἀπλέρωτα εἶναι πεὰ τὰ βάσανά μ᾽ Κύζ. Ἄσωτος κιˬ ἀπλήρωτος Δαρδαν. Πολλὰ κιˬ ἀπλήρωτα Θρᾴκ. Ἄσωστα κιˬ ἀπλήρωτα Ζαγορ. Ἄσωστες κιˬ ἀπλέρωτες ἔφαγε (δηλ. τοὶς ξυλεές) Παγγ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄπειρος (ΙΙ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA