ἄπλεχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄπλεχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄπλεχτος ἐπίθ. ἄπλεκτος Ἄνδρ. Σίφν. ἄπλεχτος πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἄbλεχτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἄπλεγος Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Αἴγ. Μάν.) Πόντ. (Οἰν.) κ.ἀ. ἄπλιγους Μακεδ. (Καταφύγ.) ἄπλεκος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀνέπλεκος Κάλυμν. ἄπλεχος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ) ἄμπλεος Ρόδ. ἄπρετε Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἄπλεκτος. Οἱ μετὰ τοῦ ἐνρίνου τύπ. κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ ρ. ἐμπλέκω-μπλέκω. Ὁ τύπ. ἄπλεκος ἐκ τοῦ ἐνεστωτικοῦ θέμ. πλεκ- τοῦ ρ. πλέκω. Περὶ δὲ τοῦ τύπ. ἄπλεγος ἰδ. Ἀθηνᾶν 38 (1926) 194 κἑξ. Διὰ τὸν τύπ. ἀνέπλεκος πβ. μεσν. ἀνάπλεκος Περὶ γέρ. στ. 95 (ἔκδ. Wagner σ. 109) «ἀνάπλεκα, ἀνορδίνιαστα, κρέμονται τὰ μαλλιά της. Περὶ τῆς μεταβολῆς τοῦ -πλε- εἰς –πρε- εἰς τὸν τὐπ. ἄπρετε ἰδ. GAnagnostopoulos Tsakon. Grammat. 18.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ πεπλεγμένος, ὁ μὴ διὰ πλοκῆς ἀπηρτισμένος ἔνθ’ ἀν.: Ἔχει τὰ μαλλία της ἄπλεγα Μάν. Ὡρμοῦσε νὰ πσάσῃ (τὴ Γοργόνα) ’ποὺ τὰ μαλλιὰ ποῦ ’τον ἀνέπλεκα Κάλυμν. Ἄbλεχτα τά ’χω τὰ bλεξούδιˬα μ᾿ ἀκόμα Ἀπύρανθ. Ἔχω τὸ τσουράπι ἄπλεγο Κονίστρ. Ἄπλεχτον ἔν’ ἡ κάλτσα Τραπ. Συνών. ξέπλεκος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA