δάσωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δάσωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δάσωμα τὸ, Χίος – Λεξ. Βάιγ. Βλάστ. 373 Δημητρ. δάσουμα Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.)
Ετυμολογία
Ἡ Βυζαντ. λ. δάσωμα. Πβ. Λίβιστρ. καὶ Ροδάμν., στ. 1017 (ἔκδ. J. Lambert) «πλὴν ἤξευρε, καὶ εἰς τὸ δάσωμαν ἐμένα θέλεις εὕρει, νά ᾿μαι εἰς παρηγορίαν σας διὰ τὴν ἀγριοτοπίαν». Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Πυκνὴ συστὰς δένδρων, δάσος Χίος – Λεξ. Βλαστ. 373. Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ. 2) Ἡ δασύτης, ἡ πυκνότης Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) – Λεξ. Δημητρ. Συνών. δασωμός. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Δάσωμα καὶ ὡς τοπων. Χίος (Βαβίλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA