δασωνάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασωνάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δασωνάρι τό, Κρήτ. (Ἱεράπ. Μύρθ. Νεάπ. Σητ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δασῶνας ὡς ὑποκορ. Πβ. δρυμωνάρι, πευκωνάρι.
Σημασιολογία
Πυκνὴ συστὰς ἐκ θάμνων ἢ χαμηλῶν ἀγρίων δένδρων, μικρὰ δασώδης ἔκτασις ἔνθ᾿ ἀν.: Ἐbῆκε ᾿ς τὸ δασωνάρι καὶ δὲ dὸν εἶδα bλιˬὸ νὰ βγῇ Κρήτ. (Σητ.) Ἐκαψάλιˬασα τὸ δασωνάρι γιˬὰ νὰ σπείρω Κρήτ. Ἤδωκε φωθιˬὰ ᾿ς τὸ δασωνάρι κιˬ ἄλλο λίγο νὰ πάρῃ φωθιˬὰ καὶ τὸ διπλανὸ λιˬόφ᾿το Κρήτ. (Νεάπ.) Ἕνα δασωνάρι ποὺ δὲ bερνᾷ μουδὲ ὄφις Κρήτ. Χάαρα ᾿ναι τὰ δασωνάριˬα κιˬ ἔχουνε πρῖνοι μεγάλοι μέσα (χάαρα= πετρώδεις ἐκτάσεις μετὰ χαμηλῆς βλαστήσεως) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || ᾎσμ. Νὰ πάρω τὸ σκεπάρνι μου, νὰ μπῶ ᾿ς τὸ δασωνάρι, νὰ βρῶ dεbλάκιˬα λυγερά, κατσούνιˬα λιοπρινένιˬα (dεbλάκιˬα = μικρὰ λεπτὰ ξύλα ἐκ νεαρῶν βλαστῶν ἢ κλώνων δένδρου· κατσούνιˬα = μικρὰ ἀγκιστροειδῆ ξύλα) Κρήτ. (Νεάπ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Δασωνάρι Ἀμοργ. Κέως Δασωνάρ᾿ Πάρ. Δασωνάριˬα Πάρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA