ἀπλήγωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπλήγωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπλήγωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀπλήγουτε Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πληγωτὸς<πληγώνω.

Σημασιολογία

Ἀτραυμάτιστος, ἄτρωτος: Ἀπὸ τὸ λόχο μας λίγοι ἔμειναν ἀπλήγωτοι. Συνών. ἀλάβωτος 1. Πβ. ἀπλήγιˬαστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/