ἄπληστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄπληστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄπληστος ἐπίθ. λόγ. κοιν.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄπληστος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἐμπλησθῇ, ἀκόρεστος κυριολ. καὶ μεταφ.: Ἄπληστος ἄνθρωπος, ὅσα κι ἂν κερδίσῃ δὲ χορταίνει. Συνών. ἀνέμπληστος, ἀχόρταστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA