δαυλάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαυλάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δαυλάδα ἡ, ἐνιαχ. ᾿αυλὰ Κάρπ. Κάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαυλὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άδα. Ὁ τύπ. ᾿αυλὰ ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ᾿αυλάα ἀποβληθέντων τῶν δ - δ.
Σημασιολογία
Ἡ νόσος τῶν σιτηρῶν ἄνθραξ. Συνών. βλ. εἰς τὴν λ. δαυλίτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA