ἀπλότη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπλότη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁπλότη ἡ, Κάρπ. Πελοπν. (Λακων.) Ρόδ. κ.ἀ. ἁπλότε Πόντ. (Κερασ.) ἁπλότητα Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἁπλότης.
Σημασιολογία
1) Ἀπλότης, ἀφέλεια Κάρπ. Πελοπν. (Λακων.) Ρόδ. κ.ἀ.: ᾎσμ. Τρεῖς κόρες φιλονικοῦσι | καὶ κριτήν των μὲ καλοῦσι νὰ τοὶς κρίνω μὲ ἁπλότη | πο͜ιὰ ’ς τὰ κάλλη νά ’ν’ ἡ πρώτη Κάρπ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 1, 4, 3 «ἐκ τῆς πολυλογίας οὐ θράσος διεφαίνετο, ἀλλ’ ἁπλότης καὶ φιλοστοργία». 2) Ἁπλοϊκότης, εὐήθεια Πόντ. (Κερασ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA