ἁπλόχωρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλόχωρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἁπλόχωρα ἐπίρρ. Θήρ. Θρᾴκ. Κῶς Σῦρ. κ.ἀ. ἁπλόχουρα Θρᾴκ. (Αἶν. Κομοτ. Μάδυτ.) ’πλόχωρα Εὔβ. (Ὄρ.) Μεγίστ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Κορινθ.) Ρόδ. ’μπλόχωρα Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁπλόχωρος.
Σημασιολογία
Μὲ ἐπάρκειαν χώρου, μὲ εὐρυχωρίαν, ἀνέτως ἔνθ᾽ ἀν.: Βάλ’τα πεὸ ἁπλόχωρα Σῦρ. Ἁπλόχωρα κάθομαι σὲ τοῦτο τὸ σπίτι Θρᾴκ. Ἐδῶ ᾿ς τὸ καινούριο σπίτι εἴμαστε ἁπλόχωρα Κορινθ. Εἴμαστε λίγοι τσαὶ καθόμαστε ’μπλόχωρα Κονίστρ. Τὸ φόρεμα μοῦ ᾿ρκεται ’μπλόχωρα αὐτόθ. Συνών. *ἀνάχωρα, ἁπλοχωρετά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA