ἀπλυσάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπλυσάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπλυσάδα ἡ, Κύθν. ἀναπλυάδα Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπλυσιὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άδα (Ι). Διὰ τὸν τύπ. ἀναπλυάδα ἰδ. ἀ- στερητ. 1δ.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ εἶναί τις ἄπλυτος, στέρησις πλύσεως, καθαρισμοῦ, ρυπαρότης ἔνθ’ ἀν.: Ἀπλυσάδα ποῦ τὴν ἔχει! βρομᾷ ἀπὸ τὴ γλίτσα! Κύθν. || ᾎσμ. Τὸ χρῶμα μου πα ἔλλαξεν ἀσ’ σὴν ἀναπλυσάδαν Τραπ. Συνών. ἀλουσιˬά, ἀπαλλάγιˬασμα, ἀπαλλαγιˬασμός, ἀπαστριὰ 1, ἀπαστρίλα, ἀπαστροσύνη, ἀπλυσιˬὰ 1, ἀπλυσίλα, ἀπλυτάδα, ἀπλυτίκλα, ἀπλυτίλα. 2) Ἐπὶ τοῦ οἴνου, δυσάρεστος ὀσμὴ καὶ γεῦσις προερχομένη ἐξ ἀτελοῦς καθαρισμοῦ τοῦ οἰνοφόρου βυτίου Κύθν. Συνών. ἀπλυσιˬὰ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA