ἄπνιχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄπνιχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄπνιχτος ἐπίθ. Χίος κ.ἀ. ἄπλιγος Εὔβ. (Κονίστρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. πνίγω. Παρὰ Βλάχ. τύπ. ἄπνιγος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ διὰ πνιγμοῦ ἀποθανών, ὁ μὴ ἀποπνιγεὶς εἴτε ἐν τῷ ὕδατι εἴτε δι᾿ ἀγχόνης ἔνθ’ ἀν.: Ἡ ἀλεποῦ δὲν ἤφηκεν ὄρνιθα ἄπνιχτη Χίος. Ὁ κάττος δὲ μοῦ ἄφησε πουλλὶ ἄπλιγο Κονίστρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/