ἀπόβα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόβα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπόβα ἡ, (Ι) Χίος (Καρδάμ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ λογίου ρ. ἀποβαίνω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀναβαίνω - ἀνάβα (ἰδ. ἀνέβα), διˬαβαίνω - διˬάβα κτλ.

Σημασιολογία

Ἀποβάθρα: Εἶδεν τον ὁ καπιτάνιˬος εἰς τὴν ἀπόβαν κ’ ἐφώναζ-ζέν του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/