ἀπόβα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόβα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπόβα ἡ, (ΙΙ) Ἰων (Ἀλάτσατ.) Χίος (Καλημ. Πιτ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

1) Ἠ σχηματιζομένη αὖλαξ μεταξὺ καλλιεργημένου διὰ τῆς σκαπάνης ἀμπελῶνος ἢ ἀγροῦ καὶ μήπω καλλιεργηθέντος ἰδίᾳ ὅταν ἡ σκαφὴ γίνεται εἰς ἱκανὸν βάθος Ἰων. (Ἀλάτσατ.) Χίος (Καλημ.) Συνών. ἀπόβαθη (ἰδ. ἀπόβαθος 2), ἀποσκαφή. Πβ. ἀνακούφισμα. 2) Τὸ ἀποτόμως βαθὺ μέρος τῆς θαλάσσης εἴτε παρὰ τὴν ἀκτὴν εἴτε ἐσωτέρω Ἰων. (Ἀλάτσατ.) Χίος (Πιτ. κ.ἀ.): Εὐτοῦ εἶναι ἀπόβα, μὴν πάς Χίος Θὰ σὲ ρίξω σὲ κἀμμιˬὰν ἀπόβα Πιτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/