ἀποβαλσίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβαλσίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποβαλσίδι τό, Πελοπν. (Γορτυν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπόβαλσι καὶ τῆς καταλ. -ίδι.

Σημασιολογία

Τὸ ἐξ ἀποβολῆς, ἐξ ἐκτρώσεως προελθὸν ἔμβρυον: Κρέμαγε ᾿ς τὸ καπινὸ τ᾿ ἀποβαλσίδι ὥσπου ξεραινότανε (περὶ τοῦ πράγματος ἰδὲ Ν.Ἐστίᾳ 1, 993). Συνών. ἀπόβαλμα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/