ἀποβαστῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβαστῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποβαστῶ Ἀθῆν. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)-Ἀδὰμ Ἀπο τὸ χωρ. 51 ἀποβαστάου Θεσσ. (Καλαμπάκ.) ’πουβαστάου Θεσσ. (Καλαμπάκ.) ἀποβαστε͜ιέμαι Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. βαστῶ.

Σημασιολογία

1) Βαστάζω, κρατῶ Θεσσ. (Καλαμπάκ.): Ἀπ’ ἀνέκατα ᾿πουβαστάει ὅπλου (ὁπλοφορεῖ). 2) Κρατῶ, συγκρατῶ, ἐμποδίζω τὴν πτῶσιν Ἀθῆν. Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἤρρεbε ’ς τὴ στράτα κ’ ἐποβάστου dονε κ᾿ ἤρθαμε (ἤρρεbε=ἔρρεπε, παρέπαιε) ᾿Απύρανθ. 3) Δὲν δαπανῶ, φειδωλεύομαι Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Νὰ τ᾿ ἀποβαστάξωμε dὸ λᾳδάκι͜ ἐφέτι, νὰ μὴ dὸ διˬαομίσωμε γιˬὰ νά ’χωμε gαὶ τοῦ χρόνου Ἀπύρανθ. Ἐσὺ ἀπουβαστάεις μαιˬὰ (προζύμι) Καλαμπάκ. 4) Ἀμτβ. συγκρατοῦμαι, δὲν βιάζομαι Ἀδαμ ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἀποβάσταξε τὸ ξωπαρμένο καὶ τὸ ψωροπερήφανο δυˬὸ μέρες ἀκόμα. 5) Μεσ στηρίζομαι, συγκρατοῦμαι ἀσφαλής, δὲν μεταπίπτω εἰς δυστυχίαν ἢ περιπέτειαν Πελοπν. (Μαν): Μὴ dὸνε κλαίῃς αὐτὸνε, γιˬατὶ ἔχει κιˬ ἀποβαστε͜ιέται (ἔχει οἰκονομίας, περιουσίαν). Ἔχει αὐτὸς τὸ bάρbα του κιˬ ἀποβαστε͜ιέται.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/