ἀπόβγαλμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόβγαλμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόβγαλμα τό, Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ.) ἀπέβγαλμαν Πόντ (Κοτύωρ.) ἀπήβγαλμαν Πόντ. ἐπέβγαλμαν Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀπόβγαρμα Κρήτ Κύθν. Μύκ Χίος ’πόβγαρμα Κρήτ. (Σητ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποβγάλλω. Ἡ λ. πάντως μεσν. ὡς μαρτυρεῖ τὸ παρὰ Μαχαιρ. 1, 888 καὶ 390 (ἔκδ. Dawkins) ἀπόβγαρμαν.
Σημασιολογία
1) ᾿Εκδίωξις ἀποπομπή, ἀποβολὴ Κρήτ. (Σητ.) Κύθν.: Κακὸ ἀπόβγαρμα τσῆ κάνεις τέτο͜ια ὥρα, ποῦ θὰ πάῃ ἠ κακομοῖρα ἐδὰ νὰ κοιμηθῇ; Σητ. 2) Ἔξοδος, τέλος Μύκ.: Ἀπόβγαρμα Ἀούστου θὰ σᾶς ξεφαdώσω (περὶ τὰ τέλη Αὐγούστου θὰ σᾶς κάμω τραπέζι). 3) Ἐπὶ τῶν καρπῶν, οἱ λεπτοὶ καὶ ἀτροφικοί, οἱ ὑπολειπόμενοι μετὰ τὴν συλλογὴν τῶν πολλῶν καὶ ἀδρῶν, ἰδίᾳ ἐπὶ τῶν ἑσπεριδοειδῶν Χίος: Ἐπούλησα τὸν καλὸ καρπὸ κ᾿ ἐμείναν τ’ ἀποβγάρματα. 4) Ἀνταπόδοσις ὀφειλομένου, ἐξόφλησις, ἀπότισις Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.): Δέκα λιρῶν ἀπέβγαλμα γολάι ἔν’ (γολάι=εὔκολον) Κοτύωρ. Τ’ ἀίκον τ’ ἐπέβγαλμαν ἄς ἔστεκεν ὀπίσ’ (τοιαύτη ἐξόφλησις ἂς μὴ ἐγένετο) Χαλδ. Συνών. ἀποβγάλσιμο).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA