ἀτίμητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτίμητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτίμητος ἐπίθ. κοιν. καὶ Καππ. (Σίλατ. Σινασσ.) Πόντ. (Οἰν.) ἀτίμ’τους βόρ. ἰδιώμ. ἀτίμετος Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀτίμητος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ τυγχάνων τιμῆς ἢ περιποιήσεως κοιν. καὶ Καππ. (Σίλατ.) Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ὅλοι τιμήθηκαν κιˬ αὐτὸς μονάχα ἀπόμεινε ἀτίμητος σύνηθ. || Παροιμ. Τίμησε τὸν ἀτίμητο γιˬὰ νὰ μὴ σὲ ξετιμήσῃ Θρᾴκ. Λάζαρος ἀτίμητος φίλος Χριστοῦ ἐγένετο Σίλατ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ὁμ. Ι 648 «ὥς μ᾿ ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν | Ἀτρείδης, ὡς εἴ τιν᾽ ἀτίμητον μετανάστην». 2) Ἐκεῖνος ὅστις δὲν ἐξετιμήθη, οὗτινος ἡ τιμὴ δὲν ὡρίσθη εἰσέτι Πόντ. (Τραπ.) - Κορ. Ἄτ. 4,38. 3) Ὁ ἀνώτερος πάσης τιμῆς, ἀνεκτίμητος, πολύτιμος κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ.): Ἀτίμητο δαχτυλίδι - διˬαμάντι κττ. Ἀτίμητα πετράδιˬα. Γυναῖκα θυγατέρα - κόρη ἀτίμητη. Κορῶνα ἀτίμητη κοιν. Προῦκα ἀτίμητη (προῦκα = προῖκα) Κρήτ. Τ’ ἐμέτερον ἡ πίστ᾽ ἀτίμετον ἔν’ Τραπ. || ᾌσμ. Τῆς τάζει καὶ ἡ μαννούλλα της τ’ ἀτίμητο λιθάρι Πελοπν. Κι ἐφόρε͜ιε καὶ ’ς τὰ χέριˬα τζης ἀτίμητα πετράδιˬα Κρήτ. Φεύγω κιˬ ἀφίνω σε ὑγε͜ιά, ἀτίμητή μου πέτρα (πρὸς κόρην ἀγαπωμένην) Ρόδ. Ἤσουνε, κόρη, μάλαμα, ἀτίμητη παρθένα Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Π.Δ. (Σοφ. Σολομ 7,9) «λίθον ἀτίμητον». Συνών. ἀνεκτίμητος 1, *ἀνεχτίμωτος, ἀξετίμητος, ἀξετίμωτος 2, ἄτιμος 2. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀτίμητη καὶ ὡς κύρ. ὄνομα γυναικὸς Θρᾴκ. (Σηλυβρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA