ἀτιμία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτιμία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀτιμία ἡ, λὀγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀτιμιˬὰ Ἀθῆν. (παλαιότ.) Ἤπ. ἀκινία Τσακων.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀτιμία.
Σημασιολογία
1) Αἰσχύνη, αἶσχος, ὄνειδος κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Αὐτὰ ποῦ κάνει φέρνουν ἀτιμία ’ς τὴν οἰκογένειά της σύνηθ. ᾽Κ’ ἐπόρεσεν νὰ σύρ’ τὴν ἀτιμίαν ἀθε (δὲν ἠδυνήθη νὰ ὑποφέρῃ τὴν ἀτιμίαν του) Τραπ. || Γνωμ. Ὁ δαρμὸς κ᾽ ἡ ἀτιμιˬὰ | δὲν ἐβγαίνει ’ς τὴν πλυσιˬὰ Ἤπ. || ᾎσμ. Κοίταξε ποῦ μὲ ἔφερε ἡ ἀτιμιˬὰ ἡ δική σου Ἀθῆν. 2) Πρᾶξις ἄτιμος, ἐπονείδιστος κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Εἶναι μεγάλη ἀτιμία νὰ προδίνῃς Τὴν πατρίδα σου – τοὺς φίλους σου. Αὐτὸς ἔκανε μιὰ μεγάλη ἀτιμία. Αὐτὸ εἶναι ἀτιμία. Ὅλο μὲ ἀτιμίες κοιτάει νὰ ζήσῃ κοιν. Ἀΐκον ἀτιμίαν ’ίνεται; (εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ τοιαύτη ἀτιμία;) Χαλδ. 3) Μετων. ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἄτιμος σύνηθ.: Σοῦ εἶναι κι αὐτὸς μιὰ ἀτιμία!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA