ἀτιμότοπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτιμότοπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀτιμότοπος ὁ, ἐπίθ. Πελοπν (Ἀρκαδ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄτιμος καὶ τοῦ οὐσ τόπος.

Σημασιολογία

1) Τόπος ἀτίμων ἀνθρώπων, ὅθεν προέρχονται ἄτιμοι ἄνθρωποι ἀγν. τόπ. 2) Τόπος μὴ παρέχων εὐκολίας πρὸς ἄνετον βίον, τόπος μὲ δυσμενεῖς συνθήκας ζωῆς Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Συνών. παλα͜ιότοπος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/