ἀτιμώνευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτιμώνευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτιμώνευτος ἐπίθ. Μεγίστ. ἀτεμώνευτος Σύμ. ἀτιμώνιφτους Λέσβ. ἀτ’μώνιφτους Λέσβ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τιμωνευτὸς < τιμωνεύω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ διευθύνῃ ἑαυτόν, ἀκυβέρνητος ἔνθ’ ἀν.: Σπίτιν ἀτιμώνευτον (οἶκος κακῶς διοικούμενος) Μεγίστ. Γ’ναῖκα ἀτιμώνιφτ’ (κακὴ οἰκοκυρὰ καὶ σπάταλος) Λέσβ. 2) Ἀπειρόκαλος Λέσβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA