ἀτμίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτμίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀτμίδα ἡ, ΓΞενοπ. Ἀναδυομέν. 186.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀτμίς. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ἀτμός, ὁμίχλη σύνηθ.: Τὸ βορεˬαδάκι ἔδιˬωξε κάθε ἀτμίδα τῆς ἀτμοσφαίρας, καθάρισε τὸν οὐράνιο θόλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA