ἀτμόλουτρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτμόλουτρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀτμόλουτρο τό, λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀτμὸς καὶ λουτρά.
Σημασιολογία
Λουτρὸν θεραπευτικὸν δι᾽ ἐκθέσεως τοῦ σώματος εἰς κλειστὸν χῶρον πλήρη ἀτμοῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA