ἀτμοσφύρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτμοσφύρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀτμοσφύρι τό, Προπ. (Κύζ.) Σῦρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀτμὸς καὶ σφυρί.

Σημασιολογία

Ἀτμοβαρε͜ιά ὃ ἰδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/