ἀτομικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτομικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτομικὸς ἐπίθ. λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄτομο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ικός.
Σημασιολογία
Ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἄτομον, εἰς τὸ πρόσωπόν τινος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν κοινόν: Ἀτομικὸς φίλος - λογαριˬασμὸς κττ. Ἀτομικὴ γνώμη - υπόθεσι κττ. Ἀτομικὸ ζητημα - συμφέρο κττ. Συνών. προσωπικός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA