ἀτονιˬάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτονιˬάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀτονιˬάρω Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀτονία καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρω. Ἡ λ. καὶ ἐν ᾿Ερωτοκρ. Πβ. Β 1019 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «δὲν εἶν’ πρεπὸ τοῦ Ρώκριτου νὰ στέκῃ ν᾿ ἀτονιάρῃ ».

Σημασιολογία

Ἀτονιˬάζω, ὃ ἰδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/