ἀτόφυˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτόφυˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀτόφυˬα ἐπίρρ. Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀτόφυˬος.

Σημασιολογία

1) Ὁμοίως, ἀπαραλλάκτως: Περπατάει ἀτόφυˬα σὰν τὸν πατέρα του. Συνών. ἀπαράλλαχτα, ὅμοια. 2) Ἀκάμπτως: Περπατάει ἀτοφύˬα. 3) Μεταφ. εἰλικρινῶς: Σοῦ μιλάει πάντα ἀτοφύˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/