ἀτραγούδητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτραγούδητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτραγούδητος ἐπίθ. σύνηθ. ἀτραγούδιστος σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. τραγουδητός.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἐτραγούδησαν, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν εἶπαν τραγούδια σύνηθ.: Γαμπρὸς ἀτραγούδιστος. Νύφη ἀτραγούδιστη. Γάμος ἀτραγούδιστος σύνηθ. || Γνωμ. Γλέντι ἀτραγούδητο δὲ λογε͜ιέται γλέντι Λεξ. Δημητρ. 2) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ τραγουδήσῃ, νὰ συνοδεύσῃ μὲ μουσικὸν μέλος πολλαχ.: Στίχοι ἀτραγούδιστοι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA